Η βία των ανηλίκων έχει εξελιχθεί σε μια πραγματική μάστιγα, που απασχολεί όλο και περισσότερο την κοινωνία. Τα περιστατικά επιθετικότητας μεταξύ νέων, είτε στο σχολείο είτε στις γειτονιές, γίνονται συχνότερα και πιο έντονα, προκαλώντας ανησυχία για τις βαθύτερες αιτίες του φαινομένου. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αγνοηθεί, καθώς έχει σοβαρές συνέπειες τόσο για τα θύματα όσο και για τους θύτες, ενώ επηρεάζει συνολικά την κοινωνική συνοχή και την ασφάλεια.
Η βία των ανηλίκων είναι αποτέλεσμα ποικίλων παραγόντων, όπως οι δυσκολίες στην οικογένεια, το άγχος και η πίεση στο σχολείο, η έλλειψη υγιών κοινωνικών προτύπων και η έκθεση σε επιβλαβή περιεχόμενα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα όπου η βία, η παραμέληση ή η κακοποίηση είναι παρόντα, είναι πιο πιθανό να αναπαράγουν αυτή τη συμπεριφορά στις δικές τους κοινωνικές συναναστροφές.
Οι γονείς έχουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των παιδιών, καθώς αποτελούν το πρώτο πρότυπο κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Όταν απουσιάζει η γονεϊκή υπευθυνότητα, όταν οι ίδιοι οι γονείς επιδεικνύουν επιθετικότητα ή παραβατικότητα, τα παιδιά υιοθετούν αυτά τα πρότυπα. Ταυτόχρονα, το σχολείο πρέπει να λειτουργεί όχι μόνο ως χώρος εκπαίδευσης, αλλά και ως σημείο στήριξης για τους μαθητές, καλλιεργώντας αξίες όπως η αλληλεγγύη, ο σεβασμός και η ενσυναίσθηση.
Η πολιτεία καλείται να παρέμβει πιο δυναμικά, όχι μόνο με αυστηρότερες ποινές για τους γονείς, αλλά και με προγράμματα στήριξης οικογενειών και ενίσχυσης της ψυχοκοινωνικής εκπαίδευσης στα σχολεία. Η προώθηση μιας κουλτούρας ειρήνης, κατανόησης και αλληλεγγύης μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα ενάντια στη βία, ενώ παράλληλα πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί έγκαιρης παρέμβασης για την αναγνώριση και την αντιμετώπιση των προβλημάτων πριν αυτά κλιμακωθούν.
Γράφει η Δήμητρα Κούτρα – Δημοσιογράφος